- αριθμητικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην αρίθμηση ή στους αριθμούς: Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αλγεβρικό, αλλά αριθμητικό.2. αυτός που εκφράζεται με αριθμό: Ζήτησε κατάσταση αριθμητική, όχι ονομαστική.3. (γραμμ.), αριθμητικά, τα επίθετα, ουσιαστικά και επιρρήματα που έχουν αριθμητική σημασία ή εκφράζουν αριθμητικές σχέσεις.4. το θηλ. ως ουσ., η αριθμητική (ενν. επιστήμη) η επιστήμη που ασχολείται με τους αριθμούς πρακτικά ή θεωρητικά: Η αριθμητική είναι πρακτική και θεωρητική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.